ενδοξότητα

ενδοξότητα
η (AM ἐνδοξότης)
η ιδιότητα τού ένδοξου
μσν.
(ως τιμητικός τίτλος) «ἡ ὑμετέρα ἐνδοξότης».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενδοξότητα — η το να είναι κάποιος ένδοξος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνδοξότητα — ἐνδοξότης distinction fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδοξότης — ἐπιδοξότης, ή (Μ) ενδοξότητα, δόξα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”